Ακολουθία αρραβώνα

Ερμηνευτικά σχόλια και άλλες σημειώσεις στην Ακολουθία του Αρραβώνα

1. Η Ακολουθία του αρραβώνα και η καθιέρωση του θρησκευτικού γάμου (γενικές πληροφορίες)
2. Οι όροι «μνήστρα» και «αρραβών»
3. Η βαθύτερη σημασία του εισαγωγικού σημειώματος της Ακολουθίας του αρραβώνα
4. Η αμοιβαία συναίνεση των μελλονύμφων όρος απαραίτητος για την τέλεση της Ακολουθίας του αρραβώνα
5. Η σημασία της εβραϊκής λέξεως «ἀμήν»
6. «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»
7. Η τεκνογονία στο γάμο είναι θέλημα και δωρεά του Θεού και ολοκληρώνει την ευτυχία των νεονύμφων
8. Η «τελεία ἀγάπη»
9. Η αμοιβαία βοήθεια των νεονύμφων είναι καθήκον τους και συντελεί στην ευδοκίμηση του δεσμού
10. Η αμοιβαία εμπιστοσύνη των νεονύμφων τους εξασφαλίζει τη σύμπνοια και την ομόνοια
11. Η συζυγική πίστη όρος απαραίτητος για τη μονιμότητα του δεσμού του αντρόγυνου
12. Κληρονόμοι της «ἐπαγγελίας» του Θεού
13. Ο Νυμφίος της Εκκλησίας
14. Ο Λειτουργός του Υψίστου επικαλείται το Θεό να ευλογήσει τον αρραβώνα των μελλονύμφων
15. Η τελετή της επίδοσης και ανταλλαγής των δαχτυλιδιών καί η συμβολική τους σημασία
16. Η μνηστεία του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, όπου αποκαλύφθηκε το θέλημα του Θεού, παράδειγμα ευλογημένου αρραβώνα
17. «Στήριξον τόν παρ᾿ αὐτοῖς λαληθέντα λόγον»
18. «Σύ γάρ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐδημιούργησας ἄρσεν καί θῆλυ»
19. «Παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή εἰς βοήθειαν»
20. «Καί (παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή εἰς) διαδοχήν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων»
21. «Στήριξον τόν ἀρραβῶνα αὐτῶν ἐν πίστει καί ὁμονοίᾳ καί ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ»
22. Ο Ιωσήφ έγινε κύριος της Αιγύπτου για τη σύνεση και τη φρονιμάδα του και φόρεσε το δακτυλίδι του Φαραώ
23. Ο Δανιήλ δοξάστηκε στη Βαβυλώνα για τη σοφία του και τη σύνεσή του και τιμήθηκε με χρυσό μανιάκη από το βασιλιά της χώρας
24. Ενα δαχτυλίδι αποκάλυψε την αλήθεια της Θάμαρ και τη δικαίωσε
25. Το δαχτυλίδι του ασώτου σύμβολο της απελευθέρωσής του από την κυριαρχία της αμαρτίας
26. Η διάβαση της Ερυθράς θάλασσας από τους Εβραίους «ἀβρόχοις ποσίν» ήταν έργο θαυμαστό της δυνάμεως του Θεού
27. Το άπειρο μεγαλείο του Θεού
28. Η θεία ευλογία των νεονύμφων εκφράζεται ως απόλυτη βεβαιότητα
29. Τι είναι η Εκτενής
30. Τι είναι η Απόλυση

Η ακολουθία του αρραβώνα και η καθιέρωση του θρησκευτικού γάμου

Η Ακολουθία των μνήστρων ή, αλλιώς του αρραβώνα καθιερώθηκε ως ξεχωριστή ακολουθία από αυτή του γάμου στα χρόνια του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλεξίου του Κομνηνού κατά το έτος 1084. Η Ακολουθία του αρραβώνα είναι κατά κάποιο τρόπο το προοίμιο, η προεισαγωγή της Ακολουθίας του στεφανώματος. Από την πρώτη κιόλας διατύπωση του σχετικού εισαγωγικού σημειώματος του Ευχολογίου «μετά τήν θείαν Λειτουργίαν… παρίστανται οἱ μέλλοντες ζεύγνυσθαι πρό τῶν ἁγίων Θυρῶν» μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η Ακολουθία του αρραβώνα, ως ιδιαίτερη από αυτή του στεφανώματος, τελούνταν παλιότερα μέσα στον ιερό ναό και μετά τη Θεία Λειτουργία, στον ιερότερο δηλαδή τόπο και την καταλληλότερη στιγμή, προκειμένου να ευλογηθεί και να προσλάβει την απαραίτητη δημοσιότητα ο δεσμός των μελλονύμφων.

Σήμερα όμως επικράτησε η συνήθεια οι δύο Ακολουθίες να τελούνται μαζί σαν μία ενιαία Ακολουθία, γνωστή γενικά ως Ακολουθία του μυστηρίου του γάμου· συνήθεια που υπήρχε εξάλλου και πριν από τον Κομνηνό. Διότι η Εκκλησία από τα πρώτα χρόνια της συστάσεώς της φαίνεται πως ευλογούσε το γάμο των τέκνων της και θα καθόρισε κάποιο απλό τελετουργικό τύπο γάμου. Σ’ αυτό τουλάχιστο το συμπέρασμα θα μπορούσε να καταλήξει κανείς μελετώντας τα ιερά κείμενα της Κ.Δ., στα οποία τονίζεται η πνευματικότητα του γάμου, γίνεται λόγος για τα καθήκοντα των συζύγων και των λοιπών μελών της οικογένειας και γενικά εξαίρεται και εξυψώνεται ο γάμος των μελών της Εκκλησίας του Χριστού σε σύγκριση μάλιστα και αντιπαραβοή προς το γάμο των μη χριστιανών που οι αντιλήψεις τους για το γάμο ήταν διαφορετικές και κατώτερες οπωσδήποτε (πρβλ. και τη γνωστή επιστολή προς Διόγνητον, κεφ. 5).

Η μετέπειτα εκκλησιαστική παράδοση μαρτυρεί ότι ο γάμος ως μυστηριακή πράξη έχει προέλευση αποστολική. Αυτό μπορεί κανείς να το διαπιστώσει από πληροφορίες που μας παρέχουν με τα συγγράμματά τους διάφοροι εκκλησιαστικοί Πατέρες και συγγραφείς από τος πρώτους χρισταινικούς αιώνες. Έτσι, π.χ. ο Ιγνάτιος, επίσκοπος της Αντιόχεια, έχει τη γνώμη ότι ο γάμος πρέπει να τελείται «μετά γνώμης τοῦ ἐπισκόπου», ύστερα δηλαδή από επισκοπική άδεια. Οι μεγάλοι Αλεξανδρινοί θεολόγοι, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο πολύς Ωριγένης, μιλούν για το χριστιανικό γάμο, τονίζοντας ο πρώτος από αυτούς ότι ο γάμος «ἁγιάζεται κατά λόγον (με ευλογία δηλ.) τελειούμενος» και ο δεύτερος υποστηρίζοντας ότι ο χριστιανικός γάμος διατελεί στη σφαίρα της Θείας Χάρης. Για το χριστιανικό γάμο μιλούν και οι εκκλησιαστικοί πατέρες της Δύσης, όπως ο Τερτυλλιανός, ο Αμβρόσιος, ο Αυγουστίνος κ.α. Ο πρώτος από αυτούς βεβαιώνει ότι το γάμο συνάπτει η Εκκλησία και τον επισφραγίζει η ευλογία.

Οι τρεις μεγάλοι Ιεράρχες της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν παρέλειψαν να πουν τη γνώμη τους για το χριστιανικό γάμο. Έτσι ο Μ. Βασίλειος υποστηρίζει ότι η ένωση των συζύγων «ἁγιάζεται διά τῆς εὐλογίας» και χαρακτηρίζεται ο γάμος ως «ὁ διά τῆς εὐλογίας ζυγός». Από επιστολή του Γρηγορίου του Θεολόγου μαθαίνουμε ότι κατά την τέλεση του γάμου γινόταν «σύναψις τῶν χειρῶν» των νεονύμφων, ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά στους χριστιανούς «ἱερέας καλεῖν καί δι᾿ εὐχῶν καί εὐλογιῶν τήν ὁμόνοιαν τοῦ συνοικεσίου συσφίγγειν», πληροφορία που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η ιερατική ευλογία παρεχόταν όχι μόνο κατά την τέλεση του γάμου αλλά και κατά τη μνηστεία, το αρραβώνιασμα δηλαδή.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι βρέθηκαν ακόμη και παραστάσεις νεονύμφων με το Χριστό στη μέση να τους στεφανώνει και να τους ευλογεί ως «νυμφαγωγός», ενώ παλιά Ευχολόγια μαζί με διάφορες άλλες ιερουργίες συμπεριλαμβάνουν και διάφορους τύπους ιερολογίας γάμου.

Με την πάροδο του χρόνου, από τα χρόνια του Ιουστινιανού ήδη, άρχισε η Πολιτεία να αποβλέπει στη συνεργασία της με την Εκκλησία, δίοτι έβλεπε πως η επίδραση των αρχών του Ευαγγελίου στη δημιουργία σωστών οικογενειών και κατ’ επέκταση καλών πολιτών ήταν ευεργετική. Έτσι στην ΟΔ’ (74) Νεαρά του Ιουστινιανού (έτος 538) οριζόταν ότι προς επίσημη αναγνώριση του γάμου απαιτούνταν μετάβαση των νεονύφων «πρός τινα τῶν εὐκτηρίων οἴκων» και μαρτυρία τριών ή τεσσάρων κληρικών ότι οι ελθόντες «εἰς γάμου κοινωνίαν» «συνηρμόσθησαν ἀλλήλοις» σύμφωνα με τη διάταξη της Εκλησίας. Πολύ αργότερα όμως σημειώθηκε οριστική στροφή της Πολιτείας προς την Εκκλησία (έτος 893). Έτσι η ΠΘ’ (89) Νεαρά Λέοντος του Σοφού θεωρούσε νόμιμο το γάμο που ευλογούσε η Εκκλησία. Από τότε και μετά οι μαρτυρίες για ευλογία του γάμου από τον κλήρο είναι όλο και πιο σαφείς.

Η εκκλησιαστική λοιπόν ευλογία με το πέρασμα του χρόνου θεωρήθηκε και από την Πολιτεία σαν ουσιωδέστατο στοιχείο της νομιμοποιήσεως του γάμου. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η αναγνώριση του θρησκευτικού γάμου από την Πολιτεία ως μοναδικού τύπου γάμου δεν έγινε απλώς και μόνο για λόγους σκοπιμότητας, όπως ειπώθηκε παραπάνω, αλλά κυρίως επειδή η Πολιτεία παραδεχόταν και αναγνώριζε τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας σχετικά με το θεοσύστατο θεσμό του γάμου.

Οι όροι «μνήστρα» και «αρραβών»

Ο όρος «μνῆστρον» (το) και στον πληθυντικό «τά μνῆστρα» στην εκκλησιαστική και λειτουργική γλώσσα είναι συνώνυμος του όρου αρραβών. Σημαίνουν και οι δυο την αμοιβαία υπόσχεση συνέψεως γάμου και τα δώρα που ανταλλάσουν μεταξύ τους οι μνηστευόμενοι και ιδίως τους δακτύλιους αρραβώνες, τα δαχτυλίδια. Τα δαχτυλίδια, ή αλλιώς βέρες, δίνονται και φοριούνται από το μνηστήρα και τη μνηστή σαν σημείο και απόδειξη της υπόσχεσης που έδωσαν για την τέλεση του μελλοντικού γάμου τους. Η λέξη μνήστρον έχει αρχαιοελληνική προέλευση· προέρχεται από το ρήμα «μνάομαι» που σημαίνει μνηστεύομαι. Η λέξη αρραβών έχει ληφθεί από τις σημιτικές γλώσσες και σημαίνει κυρίως προκαταβολή ή εγγύηση για εξασφάλιση συμφωνίας, κοινώς κάπαρο.

Η βαθύτερη σημασία του εισαγωγικού σημειώματος της Ακολουθίας του Αρραβώνα

Τα διαλαμβανόμενα στην πρώτη παράγραφο του προεισαγωγικού σημειώματος δεν είναι χωρίς σημασία. Αντίθετα μάλιστα· το καθετί κρύβει ένα βαθύ νόημα. Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε με κάθε δυνατή συντομία τα εξής· Οι νεόνυμφοι έρχονται στο ναό, που είναι ο επισημότερος και ιερότερος τόπος, να ζητήσουν από το Λειτουργό του Υψίστου να ευλογήσει το δεσμό τους. Είναι η ώρα μετά τη Θεία Λειτουργία και κόσμος πολύς θα παρακολουθήσει τη σχετική ιεροπραξία· έτσι ο μελλοντικός δεσμός τους αποκτά τη δημοσιότητα που επιβάλλεται να αποκτήσει· γιατί τα αποτελέσματα του δεσμού τους δεν αφορούν μόνο αυτούς· θα έχουν αντίκτυπο στην ευρύτερη κοινωνία, μέσα στην οποία θα ζήσουν και θα δημιουργήσουν οικογένεια.

Στέκονται με ευλάβεια «πρό τῶν ἁγίων θυρῶν» και περιμένουν τον Ιερέα να τους οδηγήσει μέσα στο ναό. Η «ἐκ δεξιῶν» θέση του άντρα συμβολίζει ότι αυτός έχει το προβάδισμα· αυτός είναι η κεφαλή· κι αυτό γίνεται όχι για να μειωθεί η γυναίκα, αλλά για την εξασφάλιση της ομαλής συμβίωσης. Προβλέπεται χρυσό δαχτυλίδι για τον άντρα, αργυρό για τη γυναίκα. Πολλοί αυτό το εξηγούν ως εξής· ο άντρας συμβολίζει τον ήλιο, ενώ η γυναίκα τη σελήνη που δανείζεται το φως από τον ήλιο. Όπως όμως είναι γνωτό σ’ όλους μας, με τον καιρό τα δαχτυλίδια επικράτησε να είναι χρυσά και για τους δύο νεόνυμφους. Το γεγονός της απόθεσης των δαχτυλιδιών στην Αγία Τράπεζα σημαίνει πως είναι ήδη καθαγιασμένα. Η κλίση του χρυσού δαχτυλιδιού προς τα αριστερά και του αργυρού προς τα δεξιά και η τοποθέτησή του ενός πολύ κοντά στο άλλο, «σύνεγγυς ἀλλήλων», συμβολίζουν το ενδιαφέρον που πρέπει να δείχνει ο ένας για τον άλλο και το πόσο κοντά πρέπει να βρίσκεται ο ένας στον άλλο για να ζήσουν αρμονικά και να στηρίζουν ο ένας τον άλλο στον δύσκολο αγώνα της ζωής.

Ο Ιερέας έρχεται από το ιερό στο νάρθηκα, που άλλοτε ήταν ο χώρος των κατηχουμένων, ευλογεί προκαταβολικά τους νεονύμφους σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού πάνω από τα κεφάλια τους και τους δίνει στο χέρι «κηρούς ἁπτομένους»· με τα αναμμένα κεριά που τους δίνει στο χέρι έχουμε το συμβολισμό των «φρονίμων παρθένων» της γνωστής ευαγγελικής περικοπής· έτσι δηλαδή να αξιωθούν οι νεόνυμφοι να υποδεχθούν τον Κύριο στον παρόντα βίο, αλλά και στο μέλλοντα, ως φρόνιμοι και συνετοί και προνοητικοί και όχι ως ανόητοι, επιπόλαιοι και μωροί. Ύστερα τους οδηγεί στον κυρίως Ναό και τους «θυμιᾷ σταυροειδῶς», για να τους απαλλάξει «ἀπό παντός μολυσμοῦ σαρκός καί πνεύματος», από κάθε σατανική επήρεια και βλαβερή επενέργεια και έτσι, εξαγνισμένοι, να παρακολουθήσουν την ιερολογία του αρραβώνα.

Η αμοιβαία συναίνεση των μελλονύμφων όρος απαραίτητος για την τέλεση της Ακολουθίας του Αρραβώνα

«Καί ἐρωτᾷ αὐτούς ὁ Ἱερεύς, πρός ὁμολογίαν, ἐάν θέλῃ ἡ νύμφη τόν νυμφίον· ὁμοίως καί ὁ νυμφίος τήν νύμφην»*· Απαραίτητη προϋπόθεση για να αρχίσει και πραγματοποιηθεί η Ακολουθία του αρραβώνα, και συφικά του γάμου, είναι η αμοιβαία συναίνεση του γαμπρού και της νύφης για το δεσμό τους. Γι’αυτό και τους καλεί ο Ιερέας να ομολογήσουν αν ο ένας θέλει τον άλλο. Και μόνο σε καταφατική απάντηση και των δύο, μόνο τότε αρχίζει η Ακολουθία. Επειδή όμως η αμοιβαία συναίνεση πολλές φορές δεν είναι καρπός σοβαρού προβληματισμού και πολλής σκέψεως, αλλά επιπόλαιη και επιφανειακή, γι’αυτό επιβάλλεται, κατά κοινή ο ομολογία, μεγάλη προσοχή στην εκλογή του συντρόφου.

Βασικές προϋποθέσεις και απαραίτητοι όροι για ένα μόνιμο δεσμό και για μια ευδόκιμη συζυγία είναι κυρίως δύο· η αμοιβαία κλίση και συμπάθεια, η έλξη δηλ. η ερωτική των νεονύμφων, και η συμφωνία φρονημάτων και διαθέσεων, η συμφωνία δηλαδή των χαρακτήρων τους. Βεβαίως υπάρχει και η άποψη πως οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι και τόσο απαραίτητες, αφού στο γάμο ο δυνατότερος και τελειότερος καλείται να αναπληρώσει τις ελλείψεις και να θεραπεύσει τα ελαττώματα του άλλου, σύμφωνα εξάλλου και με το παράγγελμα του αποστόλου Παύλου· «ὀφείλομεν ἡμεῖς οἱ δυνατοί τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν» (Ρωμ. ιε´, 1) ή το άλλο· «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζετε, καί οὕτως ἀναπληρώσατε τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ» (Γαλάτας στ´, 2)*.

Επειδή όμως η σκληρή πραγματικότητα διδάσκει πως μια τέτοια αναπλήρωση και θεραπεία δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση, γι᾿ αυτό πρέπει να θεωρήσουμε ως ασφαλέστερο το να αποβλέπουμε από πριν στο συμπλησιασμό και τη συμφωνία των χαρακτήρων· αυτό υπόσχεται αρμονικότερη τη συμβίωση και παρέχει χώρο και για αμοιβαία συμπλήρωση και αναπλήρωση των ελλείψεων. Επομένως θα μπορούσαμε να πούμε πως και στο θέμα της εκλογής συντρόφου έχει εφαρμογή το αρχαίο εκείνο παράγγελμα «τήν κατά σαυτόν ἔλα» (προστακτική του ρήμ. ἐλάω =ἐλαύνω) για τον άντρα ή (κατά τροποποίηση) «τόν κατά σαυτήν ἔλα» για τη γυναίκα, αν βέβαια αυτό το εκλάβουμε υπό την ευρύτερη έννοια του συμπλησιασμού των ομοίων. Διαφορετικά η αθέτηση αυτού, με όποιο τρόπο κι αν γίνεται, η επιπολαιότητα, η βιασύνη, ο πειραματισμός σε ένα τέτοιο σοβαρότατο θέμα, υπάρχει το ενδεχόμενο, αν όχι η βεβαιότητα, να οδηγήσει σε καταστάσεις που ελάχιστα συντελούν στη γαλήνη του οικογενειακού βίου (βλ. Β. Αντωνιάδη «Ἐγχειρίδιον κατά Χριστόν Ἠθικῆς», τόμος Β´, Εἰδικόν Μέρος, ἐν Κων/πόλει 1927, σ. 248).

Συμπερασματικά λοιπόν και σε γενικές γραμμές θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως, για να ευδοκιμήσει ένας δεσμός και αποβεί ευτυχής μια συζυγία, μέριμνα και φροντίδα καθενός από τους υποψηφίους για γάμο – όσο βέβαια αυτό εξαρτάται από τις δικές του δυνάμεις και στο μέτρο που μπορεί να αντιμετωπίσει με γνώμονα τη λογική ψύχραιμα και ανεπηρέαστα από οποιουσδήποτε συναισθηματισμούς το θέμα της εκλογής – πρέπει να είναι η αναζήτηση τέτοιου συντρόφου που κοντά του κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης οι αρετές του, οι καλές του πλευρές και τα οποιαδήποτε χαρίσματα, με τα οποία τον προίκισε ο Δημιουργός, να μη μείνουν αδρανή και ανενεργά αλλά να καλλιεργηθούν ακόμα περισσότερο και να αποδώσουν, κατά την ευαγγελική ρήση, «καρπόν ἑκατονταπλασίονα» (Λουκ. η´, 8).

Και το σπουδαιότερο· επειδή κάθε άνθρωπος έχει και ελαττώματα και αδυναμίες, ο καθένας από τους υποψησίους θα πρέπει να επιδιώκει, στο μέτρο βέβαια του δυνατού, να είναι τέτοιος ο μέλλων σύντροφός του ώστε κοντά του με τη συνεργασία και την καλή διάθεση οι οποιεσδήποτε αδυναμίες του να βρουν τη θεραπεία τους και, αν είναι δυνατό, προοδευτικά εντελώς να απαλειφθούν. Έτσι, με την αλληλοσυμπλήρωση των συντρόφων, θα σφυρηλατηθεί ο χαρακτήρας τους μέσα από την πολύπλευρη έγγαμη συμβίωση, θα λάμψουν περισσότερο οι προϋπάρχουσες αρετές τους και θα μειωθούν στο ελάχιστο τα ελαττώματά τους· θα πραγματοποιηθεί μ’ άλλα λόγια η ολοκλήρωση των συζύγων ως χαρακτήρων και θα οδηγηθούν στη σωτηριώδη τελείωση στην οποία βέβαια, σαν σε τελικό στόχο, αποβλέπει ο θρησκευτικός γάμος.

Πάντως, για να επανέλθουμε στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε, η αμοιβαία συναίνεση των μελλονύμφων για το δεσμό τους, που ορθότατα όχι μόνο όλοι οι λογικοί και πολιτισμένοι άνθρωποι αλλά και η ίδια η Εκκλησία τη θεωρούν απαραίτητη πρϋπόθεση για την τέλεση του μυστηρίου του γάμου, ανατρέχει σε χρόνους αρχαιότατους, αφού στην Π.Δ. ακόμη βλέπουμε τους οικείους της Ρεβέκκας να τη στέλνουν με τον υπηρέτη του Αβραάμ ως σύζυγο του Ισαάκ μόνο ύστερα από τη συγκατάθεσή της· «Καλέσωμεν τήν παῖδα καί ἐρωτήσωμεν τό στόμα αὐτῆς. Καί ἐκάλεσαν Ρεβέκκαν καί εἶπαν αὐτῇ· Πορεύσῃ μετά τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἡ δέ εἶπεν· Πορεύσομαι. Καί ἐξέπεμψαν Ρεβέκκαν…» (Γεν. 24, 57-59).

Η σημασία της εβραϊκής λέξεως «ἀμήν»

5. Αμήν. Λέξη εβραϊκή. Υπήρχε συνήθεια στην εβραϊκή Συναγωγή οι παρόντες να κλείνουν κάθε ευχή με το αμήν. Η συνήθεια αυτή μεταφυτεύτηκε στη χριστιανική Εκκλησία από τους αποστολικούς ακόμη χρόνους. Στη γλώσσα των διάφορων Ακολουθιών της Εκκλησίας μας το αμήν έχει σημασία επιρρηματική και σημαίνει· αληθώς, αληθινά, αλήθεια, έτσι είναι ή· έτσι ας γίνει, μακάρι να γίνει, γένοιτο. Είναι δηλαδή συναίνεση και επιβεβαίωση όσων προηγουμένως έχουν λεχθεί η έκφραση ευχής και ζωηρού πόθου για την πραγματοποίηση αυτών που ειπώθηκαν. Λέγεται και ψάλλεται από το Χορό των ψαλτών που αντιπροσωπεύει το λαό των πιστών που παρακολουθούν την Ακολουθία, πολλές όμως φορές και από τους ίδιους τους πιστούς.

«Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»

6. «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Η σειρά των δεήσεων που ακολουθούν και εκφωνούνται συνήθως από το Διάκονο λέγεται Συναπτή. Βλ. σχολ. αριθ. 10 της Ακολουθίας του στεφανώματος.

Η τεκνογονία στο γάμο είναι θέλημα και δωρεά του Θεού, συμπληρώνει την ευτυχία των νεονύμφων και συντελεί στην πνευματική τους τελείωση και σωτηρία

7. «Ὑπέρ τοῦ παρασχεθῆναι αὐτοῖς τέκνα εἰς διαδοχήν γένους, καί πάντα τά πρός σωτηρίαν αἰτήματα». Η απόκτηση τέκνων μέσα από το γάμο είναι διακαής πόθος των νεονύμφων και η δημιουργία οικογένειας συντελεί στην ολοκλήρωση της ευτυχίας τους. Με την τεκνογονία οι νεόνυμφοι δε συνεχίζουν απλά και μόνο το δικό τους γένος, αλλά γίνονται γενικότερα συνεχιστές του ανθρώπινου γένους, συνεχιστές δηλαδή ενός έργου που εμπιστεύθηκε στους ανθρώπους ο ίδιος ο Θεός σύμφωνα με τη διδασκαλία των Ιερών Γραφών και των Πατέρων της Εκκλησίας. Με τη δημιουργία απογόνων γίνονται αποδέκτες του θείου θελήματος (πρβλ. την εντολή του Θεού προς τους πρωτοπλάστους «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε…» Γεν. 1, 28) και της αξετίμητης δωρεάς να συνεχίσουν αυτοί το έργο του Δημιουργού, συντελώντας έτσι στην αύξηση των μελών της Εκκλησίας και στη δόξα του Τριαδικού Θεού.

Στο αίτημα για απόκτηση τέκνων από τους νεονύμφους που διατυπώνεται στο σημείο τούτο της Συναπτής, ανεξάρτητα αν αυτό δεν πραγματοποιείται πάντοτε, επανέρχεται συχνά πυκνά ο Λειτουργός κατά τη διάρκεια της τελέσεως του μυστηρίου του γάμου. Παραθέτουμε εδώ συγκεντρωμένα τα χαρακτηριστικότερα χωρία της Ακολουθίας που αναφέρονται στο θέμα και διακρίνονται για την εκφραστική τους ποικιλία· «Παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή εἰς… διαδοχήν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων» (τελευταία ευχή της Ακολουθίας του αρραβώνα)· «οἱ υἱοί σου ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν, κύκλῳ τῆς τραπέζης σου», «καί ἴδοις υἱούς τῶν υἱῶν σου» (στίχοι από τον 127 Ψαλμό με τον οποίο αρχίζει η Ακολουθία του στεφανώματος)· «ὑπέρ τοῦ παρασχεθῆναι αὐτοῖς… καρπόν κοιλίας πρός τό συμφέρον», «ὑπέρ τοῦ εὐφρανθῆναι αὐτούς ἐν ὁράσει υἱῶν καί θυγατέρων», «ὑπέρ τοῦ δωρηθῆναι αὐτοῖς εὐτεκνίας ἀπόλαυσιν» (αιτήσεις της Συναπτής)· «σόν θέλημά ἐστιν ἡ ἔννομος συζυγία καί ἡ ἐξ αὐτῆς παιδοποιία», «παράσχου τοῖς δούλοις σου τούτοις… σπέρμα μακρόβιον, τήν ἐπὶ τέκνοις χάριν», «ἀξίωσον αὐτούς ἰδεῖν τέκνα τέκνων» (Α´ μεγάλη Ευχή ευλογίας, όπου προβάλλονται και ευλογημένα αντρόγυνα της Αγίας Γραφής και γίνεται μνεία του ευλογημένου «τόκου» τους)· «δός αὐτοῖς καρπόν κοιλίας, καλλιτεκνίαν», «καί ἴδωσιν υἱούς τῶν υἱῶν αὐτῶν, ὡς νεόφυτα ἐλαιῶν κύκλῳ τῆς τραπέζης αὐτῶν» (Β´ μεγάλη Ευχή ευλογίας)· «χάρισαι αὐτοῖς καρπόν κοιλίας, εὐτεκνίας ἀπόλαυσιν» (Γ´ Ευχή ευλογίας)· «πληθύνθητι ὡς ὁ Ἰακώβ», «πληθύνθητι ὡς ἡ Ραχήλ» (από τις προσωπικές ευχές κατά την «ἔπαρση» των στεφάνων του Νυμφίου και της Νύμφης αντίστοιχα)· «ἡ παναγία… Τριάς… παράσχοι ὑμῖν… εὐτεκνίαν» (ευχή μετά την «ἄρση» των στεφάνων) κ.α.

Με τις συχνές αυτές αναφορές δηλώνεται κατηγορηματικά ότι η τεκνογονία στο γάμο είναι θέλημα Θεού και δωρεά ιδιαίτερα τιμητική για τους νεονύμφους· προβάλλεται ως υποχρέωση και καθήκον των νεονύμφων και τονίζεται εμφαντικά πως η απόκτηση τέκνων είναι συμπλήρωμα της ευτυχίας τους. Δικαίως λοιπόν η Εκκλησία μας δέχεται ότι σκοπός του γάμου είναι η τεκνογονία και δικαιολογείται απόλυτα το επίμονο αίτημα του Λειτουργού προς τον αγαθό οικονόμο και «δοτήρα πάντων τῶν ἀγαθῶν» να χαρίσει στους νεονύμφους τέκνα και πλούσια τη χάρη του και την ευλογία. Αυτή όμως η απόκτηση τέκνων δεν μπορεί στην ουσία να είναι ούτε αυτοσκοπός ούτε ο μόνος σκοπός του γάμου· άλλωστε για διάφορους λόγους δεν πραγματοποιείται πάντοτε και η στειρότητα είναι ένα αρκετά σύνηθες φαινόμενο. Απομένει επομένως να δούμε πώς και γιατί η τεκνογονία εντάσσεται στα πλαίσια της αγωνιστικής πορείας του αντρόγυνου προς την πνευματική τελείωση και σωτηρία του που είναι ο άλλος, πρώτος και κύριος θα λέγαμε, σκοπός του γάμου.

Άν λοιπόν λάβουμε υπόψη μας ότι ο Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α´ Τιμ. β´, 4) και το γεγονός ότι παρέχει στον κάθε άνθρωπο άφθονες και ποικίλες ευκαιρίες για τη σωτηρία του· αν ο γάμος τελικά, όπως πιστεύει η Εκκλησία μας, αποβλέπει στην πνευματική τελείωση και τη σωτηρία του αντρόγυνου με την καλλιέργεια πνεύματος αλληλοσεβασμού, αλληλοβοήθειας και αλληλοσυμπλήρωσης των συζύγων, πνεύματος αμοιβαίας κατανόησης, ανοχής και αγάπης ανυπόκριτης και με την τιθάσευση των παθών και την απάρνηση του εγώ, τότε απερίφραστα και επιγραμματικά μπορούμε να πούμε ότι και τα τέκνα, χωρίς αμφιβολία, με τις φροντίδες και τους λεπτούς χειρισμούς που χρειάζονται κατά την ανατροφή τους και τη διαπαιδαγώγηση, με την, απαραίτητη πολλές φορές, αυταπάρνηση και αυτοθυσία των γονέων, συντελούν κι αυτά και συνεισφέρουν σ᾿ αυτή την τελείωση και τη σωτηρία του αντρόγυνου.

Μ᾿ αυτό μόνο τον τρόπο αν δούμε το θέμα της τεκνογονίας, θα καταλάβουμε το βαθύτερο νόημα του αιτήματος της Συναπτής της Ακολουθίας του γάμου «ὑπέρ τοῦ παρασχεθῆναι αὐτοῖς… καρπόν κοιλίας πρός τό συμφέρον» (η υπογράμμιση δική μου)· γιατί αναντίρρητα εδώ πρόκειται για το συμφέρον της ψυχής, για τη σωτηρία των νεονύμφων· αυτό άλλωστε είναι κατά κανόνα το νόημα του όρου «συμφέρον» στη γλώσσα την εκκλησιαστική (πρβλ· «τό συμφέρον ποίησον», «πρός τό συμφέρον τῆς αἰτήσεως», «τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν» από τις Ακολουθίες του Παρακλ. Κανόνα και της Θ. Λειτουργίας).

Έτσι ακόμη μπορούμε να κατανοήσουμε τον αποστολικό λόγο «σωθήσεται δέ (γυνή) διά τῆς τεκνογονίας» (Α´ Τιμ. β, 15), ένα λόγο, ο οποίος, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν παραπάνω και τη συμμαρτυρία της πείρας, ισχύει βεβαίως εξίσου τόσο για τη γυναίκα όσο και για τον άντρα, για το αντρόγυνο δηλαδή, που μαζί μοχθεί για τα τέκνα και μέσω των τέκνων ποικιλοτρόπως δοκιμάζεται «ὡς ἐν πυρί» η γνησιότητα των αρετών των γονέων. Βλ. και παρακάτω σχολ. αρ. 20, καθώς και τα σχόλια αριθ. 11, 12 και 25 της Ακολουθίας του στεφανώματος.

Η «τελεία ἀγάπη»

8. «Ὑπέρ τοῦ καταπεμφθῆναι αὐτοῖς ἀγάπην τελείαν, εἰρηνικήν». Ίσως στο άκουσμα τούτης της δέησης οι νεαροί μελλόνυμφοι σχηματίσουν τη γνώμη πως δεν είναι και τόσο απαραίτητο να ζητήσουν κάτι τέτοιο από το Θεό, αφού ήδη είναι ίσως ερωτευμένοι και αγαπιούνται φλογερά.

Και όμως η ««τελεία ἀγάπη», η τόσο συντελεστική στην ειρηνική τους συμβίωση, δεν είναι αυτή που εξαφανίζεται, δυστυχώς, πολλές φορές μετά τις πρώτες ευφρόσυνες ημέρες του έγγαμου βίου και την εμφάνιση των πρώτων δυσκολιών και τη διαπίστωση ασυμφωνίας χαρακτήρων. Είναι, αντίθετα, ένα συναίσθημα σταθερό και μόνιμο και έχει το βάθρο της σε πολύ γερά ερείσματα. Είναι κατάκτηση που, για να πραγματοποιηθεί, απαιτούνται εφόδια ψυχικά περισσότερο και αγώνας αδιάλειπτος. Η τέλεια αγάπη είναι δώρο, ευλογία Θεού· είναι εκχυση της χάρης του Θεού που έρχεται να ενισχύσει την καλή και ειλικρινή διάθεση για συνεργασία και να επιβραβεύσει την αγωνιστική προσπάθεια των νεονύμφων. Η τέλεια αγάπη δε σβήνει στο παραμικρό φύσημα του αέρα ούτε και στις πιο μεγάλες μπόρες, στις σκληρές δοκιμασίες· συνεχίζεται «διά βίου» και «μέχρι τοῦ τάφου».

Τέτοια αγάπη παρακαλούμε τον Κύριο να «καταπέμψει» στους μελλονύμφους. Με τέτοια μόνο αγάπη θα μπορέσει να εξασφαλιστεί η ειρηνική τους συμβίωση, να ευδοκιμήσει ο δεσμός τους και να αποκτήσει πνευματικό περιεχόμενο ο γάμος τους, ο οποίος ακριβώς επειδή θεμελιώνεται πάνω στον ειλικρινή και ομόψυχο σύνδεσμο της αγάπης των νεονύμφων γι᾿ αυτό και «μυστήριον τῆς ἀγάπης» ονομάζεται από τον ιερό Χρυσόστομο (Migne Ε.Π. 51, 230).

Η αμοιβαία βοήθεια των νεονύμφων είναι καθήκον τους και συντελεί στην ευδοκίμηση του δεσμού

9. «Ὑπέρ τοῦ καταπεμφθῆναι αὐτοῖς… βοήθειαν». Προφανώς εδώ πρόκειται για την αμοιβαία βοήθεια που πρέπει να παρέχουν οι μελλόνυμφοι ο ένας στον άλλο. Αυτή τη βοήθεια παρακαλούμε τον Κύριο να χαρίσει σ᾿ αυτούς. Ο ένας να είναι βοηθός του άλλου, συμπαραστάτης ειλικρινής και σταθερός. Βοηθός ανιδιοτελής ο ένας του άλλου προς αντιμετώπιση των ποικίλων του βίου αναγκών. Συνεργάτης πολύτιμος ο ένας του άλλου στο δύσκολο έργο της ανατροφής των τέκνων. Πρόθυμος και διακριτικός αρωγός ο ένας στη στήριξη του άλλου σε έργα πνευματικά. Μεγαλόψυχος αναπληρωτής ο ένας των ελλείψεων του άλλου. Καλός οδηγός ο ένας του άλλου σε κάθε έργο αγαθό και σέ καθετί καλό και ψυχικά ωφέλιμο. Ανεκτικός και επιεικής σύντροφος ο ένας στις αδυναμίες και τά ελαττώματα του άλλου.

Αν το παράγγελμα του Παύλου «τό ἐπιεικές ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις» (Φιλιπ. δ, 5) ισχύει για κάθε άνθρωπο, πολύ περισσότερη ισχύ και εφαρμογή πρέπει να έχει στην περίπτωση των συζύγων. Οπλισμένοι με σύνεση, υπομονή, μακροθυμία και υποχωρητικότητα, «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφεσ. δ, 2), και «χαριζόμενοι ἑαυτοῖς» (Κολασ. γ, 13), πρέπει να είναι πρόθυμοι να παραβλέπουν και να μη δίνουν ιδιαίτερη σημασία ο ένας στις ατέλειες και τα μειονεκτήματα του άλλου, αλλά να είναι εξίσου πρόθυμοι και να διορθώνουν ο ένας τον άλλο με πνεύμα καλοσύνης, κατανόησης και αγάπης. Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνούν τον προτρεπτικό λόγο του Κυρίου· «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ Πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. στ´, 36). Όταν τέτοια είναι η παρεχόμενη αλληλοβοήθεια, δεν μπορεί παρά να συντελέσει στην ευδοκίμηση του δεσμού και να καταστήσει το συζυγικό βίο όντως ευτυχή και μακάριο. Πρβλ. και σχόλ. αριθ. 19.

Η αμοιβαία εμπιστοσύνη των νεονύμφων τους εξασφαλίζει τη σύμπνοια και την ομόνοια

10. Η ομόνοια πηγάζει από την αμοιβαία εμπιστοσύνη των νεονύμφων. Όταν κλονίζεται η εμπιστοσύνη, η διχόνοια αρχίζει το διαλυτικό της έργο. Περισσότερα για τό θέμα τούτο βλ. παρακάτω σχολ. αριθ. 47 της Ακολουθίας του στεφανώματος.

Η συζυγική πίστη όρος απαραίτητος για τη μονιμότητα του δεσμού του αντρόγυνου

11. Η συζυγική πίστη είναι όρος απόλυτα αναγκαίος για να μην κλονισθεί και να μη διαλυθεί ο δεσμός του γάμου. Όποιος ατιμάζει το γάμο του και μολύνει τη συζυγική του παστάδα, όποιος «κάνει απιστία», αθετεί δηλ. τη συζυγική πίστη, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια το γάμο του στη διάλυση και την καταστροφή. Βλ. και σχόλ. αριθ. αριθ. 16 και 48 της Ακολουθίας του στεφανώματος.

Κληρονόμοι της «επαγγελίας» του Θεού

12. «Καί κληρονόμους αὐτούς τῆς σῆς ἐπαγγελίας ἀναδείξας». Πρόκειται για τήν επαγγελία, την υπόσχεση δηλ. που έδωσε ο Θεός στόν Αβραάμ, τον πατέρα του Ισαάκ, ότι θα δώσει σ᾿ αυτόν και στο «σπέρμα» του τη γή Χαναάν· «δώσω σοι καί τῷ σπέρματί σου… πᾶσαν τήν γῆν Χαναάν» (Γεν. 17, 8)· την υπόσχεση ότι θα καταστήσει τον Αβραάμ γενάρχη μεγάλου έθνους, ότι θα ευλογήσει αυτόν και τους απογόνους του και ότι «ἐν αὐτῷ», κοντά σ᾿ αυτόν δηλ., θα ευλογηθούν «πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς», ολόκληρη η ανθρωπότητα. Λέει σχετικά η Γραφή· «Καί ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καί εὐλογήσω σε καί μεγαλυνῶ τό ὄνομά σου, καί ἔσῃ εὐλογητός… καί ἐνευλογηθήσονται ἐν σοί πᾶσαι αἱ φυλαί τῆς γῆς» (Γεν. 12, 2-3). Αυτής της επαγγελίας του Θεού υπήρξαν πρώτοι κληρονόμοι ο Ισαάκ και η Ρεβέκκα, το ευλογημένο αυτό αντρόγυνο. Μέτοχοι όμως της ευλογίας του Αβραάμ και κληρονόμοι της υπόσχεσης του Θεού ότι θα μας αποκαταστήσει, πνευματικά πλέον, στη γη της επαγγελίας, τον παράδεισο δηλαδή, είμαστε όλοι οι «υἱοί Ἀβραάμ», όλοι δηλ. οι απόγονοί του, αφού αυτός βρίσκεται στην κορυφή του γενεαλογικού δέντρου, από το οποίο προήλθε «κατά σάρκα» ο Ιησούς.

Είμαστε, λοιπόν, πράγματι κι εμείς κληρονόμοι της επαγγελίας του Θεού. Με μια όμως προϋπόθεση· ότι θα «περιπατήσουμε», θα βαδίσουμε στον παρόντα βίο «ὡς τέκνα φωτός», ως τέκνα Θεού, «μή ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾿ ὡς σοφοί» (Ἐφεσ. ε´, 8 καί 15). Τότε μόνο θα αναδειχθούν και οι μελλόνυμφοι γνήσια πνευματικά τέκνα του Αβραάμ και κληρονόμοι της επαγγελίας του Θεού· ως αληθινοί δηλαδή πιστοί στην πράξη και στη θεωρία. Τότε μόνο θα έχει πλήρη εφαρμογή και σ᾿ αυτούς η διαβεβαίωση του Κυρίου· «πολλοί ἀπό ἀνατολῶν καί δυσμῶν ἥξουσι καί ἀνακλιθήσονται μετά Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. η´, 11).

Ο Νυμφίος της Εκκλησίας

13. «Ὁ τήν ἐξ ἐθνῶν προμνηστευσάμενος Ἐκκλησίαν παρθένον ἁγνήν». Τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη ο όρος έθνη έχει θρησκευτική σημασία· με τόν όρο τούτο αντιδιαστέλλονται προς τον περιούσιο λαο του Θεού, Ισραηλίτες ή Χριστιανούς, όλοι οι άλλοι λαοί της γης· και όσοι ανήκουν στα έθνη λέγονται γενικά εθνικοί. Η Εκκλησία όμως του Χριστού αποτελείται όχι μόνο από τον εκλεκτό λαο του Θεού, αλλά από τους πιστούς όλων των εθνών. Γιατί ο Θεός, ο οποίος «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α´ Τιμ. β´, 4), αγάπησε με υπερβολική και ανερμήνευτη στον ανθρώπινο νου αγάπη όλο το ανθρώπινο γένος, όλους αυτούς που αποτελούν την Εκκλησία του.

Γι᾿ αυτό και αποκαλείται «καθολική» η Εκκλησία στο Σύμβολο της Πίστεώς μας. Επειδή δηλ. το χαρμόσυνο μήνυμα του Ευαγγελίου, σύμφωνα με την προτροπή του Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. κη´, 19), κηρύχτηκε σ᾿ όλη την οικουμένη και επειδή αποβλέπει στη δημιουργία μιας παγκόσμιας ποίμνης με έναν ποιμένα, το Χριστό. «Πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης, πανταχοῦ τῶν αἰώνων, πανταχοῦ τῶν χρόνων ἐκτέταται» λέγει για την Εκκλησία ο ιερός Χρυσόστομος και αποφαίνεται ότι την αποτελούν «οἱ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστοί ὄντες καί γενόμενοι καί ἐσόμενοι» (Migne Ε.Π. 55, 470 και 62, 75 αντίστοιχα).

Αυτήν ακριβώς την Εκκλησία, που κάθε άλλο παρά αμόλυντη και ανεπίληπτη ήταν, προαιωνίως την αγάπησε και τη μνηστεύτηκε σαν αγνή κόρη ο Θεός και, «ὅτε ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» (Γαλ. δ´ 4), έστειλε τον Υιό Του, ο οποίος σαρκώθηκε, «ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος» και θυσιάστηκε γι᾿ αυτή, προκειμένου να την καθαρίσει από κάθε ρύπο, να την αγιάσει και να τη στήσει, ως Νυμφίος της Εκκλησίας, στο πλευρό του ένδοξη. Περισσότερα όμως για το θέμα τούτο και για τη σχέση του με το μυστήριο του γάμου θα δούμε παρακάτω σε σχετικό σχόλιο πάνω στο αποστολικό ανάγνωσμα της Ακολουθίας του στεφανώματος.

Ο Λειτουργός του Υψίστου επικαλείται το Θεό να ευλογήσει τον αρραβώνα των μελλονύμφων

14. Στις δύο τούτες σύντομες σχετικά αλλά περιεκτικότατες ευχές, στην παρούσα δηλαδή και στην προηγούμενη, ο Ιερέας εύχεται και παρακαλεί το Θεό να ευλογήσει τους μελλονύμφους που δίνουν αμοιβαία υπόσχεση γάμου, να ευλογήσει τον αρραβώνα τους, να τους ενώσει με δεσμό αδιάσπαστο και να τους διαφυλάξει ώστε να ζουν με ειρήνη και ομόνοια, όπως ακριβώς ευλόγησε και το δεσμό του Ισαάκ και της Ρεβέκκας και τους ανέδειξε κληρονόμους της επαγγελίας του.

Ο Θεός του οποίου την ευλογία επικαλείται ο Ιερέας είναι, κατά την πίστη μας, Θεός ελέους και φιλανθρωπίας, είναι Θεός δυνατός, κραταιός και ισχυρός. Αυτός «συνήγαγε εἰς ἑνότητα τά διηρημένα». Αυτός συνδέει με αδιάρρηκτο δεσμό καθετί που είναι προς σύνδεση, όπως αυτή τη στιγμή οι μελλόνυμφοι. Αυτός είναι «ἡ πανταιτία», η «συνεκτική αἰτία» των πάντων, ο μόνος που μπορεί να ενώσει πραγματικά και ουσιαστικά το νέο ζευγάρι. Αυτός είναι «ὁ τά σύμπαντα ἐν τῇ δρακί περιέχων» (Κάθισμα Όρθρου Μ. Δευτέρας), αυτός δηλαδή που κρατάει στη φούχτα Του το σύμπαν. Είναι αυτός που εξασφαλίζει με τούς δικούς του νόμους την αρμονία του σύμπαντος. Είναι «ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος» (Προκείμενον Εσπερινού Πεντηκοστής και Εσπερινού της Αγάπης – Ψαλμ. 76, 85 και 135).

Είναι αυτός που έκανε τον ιερό ψαλμωδό να αναφωνήσει με θαυμασμό το γνωστό· Ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας! (Ψαλμ. 103, στ. 24). Είναι όμως και ο Θεος της αγάπης και των οικτιρμών. Κινούμενος από αισθήματα συμπάθειας προς τον άνθρωπο μνηστεύθηκε την Εκκλησία, έγινε δηλαδή ο ίδιος μνηστήρας και νυμφίος της Εκκλησίας, μιας Εκκλησίας που δε θα την αποτελούσε πλέον αποκλειστικά ο περιούσιος λαος Του, Ιουδαίοι ή Χριστιανοί, αλλά πάντα τα έθνη, οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες, όλο το ανθρώπινο γένος. Μιας Εκκλησίας που ήταν γεμάτη από σπίλους και ρύπους και επομένως ανάξια να γίνει νύμφη Του. Ο ίδιος όμως από άκρα φιλανθρωπία και αγάπη δέχτηκε να την καθαρίσει με τη σταυρική Του θυσία, να την εξαγνίσει και να τη στήσει δίπλα Του ως «παρθένον ἁγνήν», σαν αγνή κόρη, σαν πραγματική μνηστή και άξια νύμφη. Τόσο το μέγεθος της αγάπης του. Άφατη και ανερμήνευτη η θεία του συγκατάβαση. Αυτό το Θεό επικαλείται στο σημείο τούτο της Ακολουθίας ο Ιερέας να ευλογήσει «τά μνῆστρα ταῦτα», τον προκείμενο δηλαδή αρραβώνα των μελλονύμφων. Πρβλ. και τα δύο προηγούμενα σχόλια αριθ. 12 και 13.

Η τελετή της επίδοσης και ανταλλαγής των δαχτυλιδιών και η συμβολική τους σημασία

15. Με την ανταλλαγή των δαχτυλιδιών των νεονύμφων από τον κουμπάρο και την ευχή του Ιερέα που θα ακολουθήσει τελειώνει η καθαυτό ιεροτελεστία του αρραβώνα. Της ανταλλαγής αυτής προηγήθηκε η επίδοση των δαχτυλιδιών από τον Ιερέα στους νεονύμφους σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το Ευχολόγιο. Ο Ιερέας δηλαδή για τον καθένα από τους νεονύμφους, αφού κάνει αρχή από το μνηστήρα, εκφωνεί «ἐις ἐπήκοον πάντων», έτσι δηλαδή ώστε να ακούσουν όλοι όσοι παραβρίσκονται στην τελετή, τρεις φορές το «Ἀρραβωνίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…» και «Ἀρραβωνίζεται ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ…», ενώ συγχρόνως μνημονεύει τα ονόματα του μνηστήρα και της μνηστής και αντίστροφα, επικαλούμενος ως μάρτυρα κατά κάποιο τρόπο του γεγονότος της μνηστείας την Αγία Τριάδα, και σφραγίζει στο τέλος με το δαχτυλίδι το κεφάλι του καθενός σχηματίζοντας το σημείο του Σταυρού.

Ύστερα, αφού με ενωμένα τα δαχτυλίδια σχηματίσει και πάλι το σημείο του Σταυρού πάνω από τα κεφάλια των νεονύμφων, περνάει το δαχτυλίδι του καθενός στο δακτυλοθέσιο, στο τέταρτο δηλαδή δάχτυλο του δεξιού χεριού.

Έτσι επισημοποιείται ενώπιον Θεού και ανθρώπων η αμοιβαία υπόσχεση γάμου που έδωσαν οι νεόνυμφοι και επισφραγίζεται με την ανταλλαγή των δαχτυλιδιών από τον παράνυμφο και την τελική Ευχή του Ιερέα που θα επακολουθήσει.

Στο σημείο τούτο πέρα από όσα σημειώσαμε στο σχόλ. αριθ. 3 θα θέλαμε να προσθέσουμε και τα εξής· Η χρήση του δαχτυλιδιού είναι συνήθεια πανάρχαιη και προχριστιανική βέβαια. Πολλοί το θεωρούν δείγμα της υποδούλωσης της γυναίκας στον άντρα που γινόταν εξουσιαστής της με τη μέθοδο της απαγωγής. Το δαχτυλίδι, λένε, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας από τους κρίκους της αλυσίδας με την οποία ο άντρας καταδυνάστευε τη γυναίκα. Άλλοι θεωρούν το δαχτυλίδι λείψανο της συνήθειας που επικρατούσε τις παλιότερες εποχές να εξαγοράζει ο άντρας τη γυναίκα από τον πατέρα της. Τα χρήματα, λένε, είχαν παλιότερα τη μορφή κρίκων και το δαχτυλίδι δεν είναι τίποτε άλλο παρά υπόλειμμα ενός τέτοιου κρίκου. Ειδικότερα η χρήση των γαμήλιων δαχτυλιδιών συνηθιζόταν από πολύ παλιά. Και αποδίδονταν στα δαχτυλίδια του γάμου διάφοροι συμβολισμοί.

Κατά τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα το δαχτυλίδι που δινόταν από τον άντρα στη γυναίκα χρησίμευε σαν σφραγίδα με την οποία σφράγιζε όλα τα πράγματα του σπιτιού και την αναγνώριζε με τον τρόπο αυτό αντιπρόσωπό του και συγκυβερνήτη του σπιτιού. Άλλοι βλέπουν στα δαχτυλίδια του γάμου άλλο συμβολισμό· υποστηρίζουν δηλαδή ότι από τη στιγμή που ο άντρας και η γυναίκα φορούν το δαχτυλίδι του γάμου παύουν να είναι κύριοι του εαυτού τους και ότι ο ένας παραδίδει τον εαυτό του στην εξουσία του άλλου. Υπάρχει ακόμη η πληροφορία ότι άλλοτε το δαχτυλίδι που προοριζόταν για τον άντρα ήταν από σίδερο και συμβόλιζε την ευρωστία και τη σωματική του δύναμη, ενώ για τη γυναίκα προβλεπόταν χρυσό δαχτυλίδι και συμβόλιζε την απαλότητα και καθαρότητα της γυναίκας. Τι δαχτυλίδια ορίζει το Ευχολόγιο για τον άντρα και τη γυναίκα και ποιά συνήθεια έχει επικρατήσει σήμερα βλ. παραπάνω σχολ. αριθ. 3.

Η επικρατέστερη πάντως άποψη για τη σημασία που έχει στο χριστιανικό γάμο η επίδοση δαχτυλιδιού από τον άντρα στη γυναίκα και αντίστροφα είναι αυτή της προσφοράς· συμβολίζει δηλαδή την προσφορά του ενός προς τόν άλλο σε τρόπο ώστε με τη συνεργασία τους και την αλληλοβοήθεια να οικοδομήσουν και να απαρτίσουν το τέλειο και το πλήρες. Αλλά και η ανταλλαγή των δαχτυλιδιών που γίνεται από τον παράνυμφο συμβολίζει την αμοιβαία αλληλοσυμπλήρωση των νεονύμφων, την αναπλήρωση των ποικίλων ελλείψεων του ενός από τις ικανότητες και τη γενναιοδωρία του άλλου. Μια αναπλήρωση που θα είναι αποτέλεσμα της τέλειας μεταξύ τους αγάπης και θα γίνεται με μεγάλη λεπτότητα και πολλή διακριτικότητα (Βλ. και παραπάνω σχολ. αριθ. 9).

Τέλος για το καθαυτό δακτυλοθέσιο, για τη θέση δηλαδή που παίρνει το δαχτυλίδι στο τέταρτο δάχτυλο του χεριού υπάρχει η εξής παράδοξη εξήγηση· Παίρνει αυτή τη θέση το δαχτυλίδι, διότι από το μέρος αυτό του δακτύλου αναχωρεί, λέει, φλέβα που καταλήγει στην καρδιά, την έδρα της αγάπης!! Πρβλ. Κ. Καλλινίκου «Ὁ Χριστιανικός Ναός καί τά τελούμενα ἐν αὐτῷ», Αθήναι 1958, σελ. 546- 549.

Η μνηστεία του Ισαάκ και της Ρεβέκκας, όπου αποκαλύφθηκε το θέλημα του Θεού, παράδειγμα ευλογημένου αρραβώνα

16. Τη Ρεβέκκα, κόρη του Βαθουήλ, εξέλεξε ως σύζυγο του Ισαάκ ο Ελιέζερ, υπηρέτης του Αβραάμ, που τον έστειλε στη Μεσοποταμία γι᾿ αυτό ακριβώς το σκοπό, να φέρει δηλαδή κατάλληλη νύφη για τον Ισαάκ. Η συνάντηση του Ελιέζερ με τη Ρεβέκκα έγινε στο πηγάδι της πόλεως Ναχώρ, όπου η Ρεβέκκα προθυμοποιήθηκε όχι μόνο να δώσει νερό από το σταμνί της στον Ελιέζερ να ξεδιψάσει, αλλά και να ποτίσει και τις καμήλες του, κάτι που δεν το ζήτησε ο Ελιέζερ. Όταν συνεσταλμένα ο υπηρέτης του Αβραάμ ζήτησε να μάθει αν στο σπίτι του πατέρα της υπήρχε τόπος για να μείνει, εκείνη προθυμότατα απάντησε πως υπήρχε όχι μόνο τόπος για να πλαγιάσει, αλλά και άφθονες τροφές και φαγητά· ακόμη και για τις καμήλες είπε πως υπήρχε τόπος για ξεκούραση και άφθονες ζωοτροφές για να φάνε. Και έτρεξε στο σπίτι της γεμάτη χαρά να αναγγείλει τη συνάντησή της με τον άγνωστο Ελιέζερ, ο οποίος στη συνέχεια φιλοξενήθηκε πλουσιοπάροχα και με απλοχεριά στο σπίτι του πατέρα της.

Η προθυμία και η μεγάλη καλοσύνη της κόρης, η καλοπροαίρετη και η πρόσχαρη διάθεσή της για εξυπηρέτηση και η δαψιλής φιλοξενία που ακολούθησε στάθηκαν η αιτία να επιλεγεί η Ρεβέκκα ως η κατάλληλη νύφη για τον Ισαάκ, γεγονός που ερμηνεύεται βέβαια ως αποκάλυψη του θείου θελήματος για τον ευλογημένο αυτό γάμο (Γεν. 24).

«Στήριξον τόν παρ᾿ αὐτοῖς λαληθέντα λόγον»

17. «Στήριξον τόν παρ᾿ αὐτοῖς λαληθέντα λόγον». Βλ. παραπάνω σχόλ αριθ. 4.

«Σύ γάρ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐδημιούργησας ἄρσεν καί θῆλυ»

18. «Σύ γάρ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐδημιούργησας ἄρσεν καί θῆλυ». Πρβλ. Γεν. 1, 27· «Καί ἐποίησεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς».

«Παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή εἰς βοήθειαν»

19. «Παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή εἰς βοήθειαν». Πρβλ. Γεν. 2, 18· «Καί εἶπεν Κύριος ὁ Θεός Οὐ καλόν εἶναι τόν ἄνθρωπον μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθόν κατ᾿ αὐτόν». Βλ. και σχόλ. αριθ. 9. Την ανωτέρω φράση της Ευχής συναντούμε σχεδόν αυτούσια στην Π.Δ. «Παρά δέ Θεοῦ ἁρμόζεται γυνή ἀνδρί» (Παροιμ. 19, 14).

«Καί (παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή εἰς) διαδοχήν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων»

20. «Καί (παρά σοῦ ἁρμόζεται ἀνδρί γυνή εἰς) διαδοχήν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων». Πρβλ. Γεν. 1, 28· «Καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός λέγων Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς». Πρβλ. και σχόλ. αριθ. 7 (Ακολουθίας του αρραβώνα) και 11 (Ακολουθίας του στεφανώματος).

«Στήριξον τόν ἀρραβῶνα αὐτῶν ἐν πίστει καί ὁμονοίᾳ καί ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ»

21. «Στήριξον τόν ἀρραβῶνα αὐτῶν ἐν πίστει καί ὁμονοίᾳ καί ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ». Βλ. παραπάνω σχόλ. αριθ. 8 καί 10.

Ο Ιωσήφ έγινε κύριος της Αιγύπτου για τη σύνεση και τη φρονιμάδα του και φόρεσε το δαχτυλίδι του Φαραώ

22. «Διά δακτυλιδίου ἐδόθη ἡ ἐξουσία τῷ Ἰωσήφ ἐν Αἰγύπτῳ». Πρόκειται για τη μεγάλη τιμή για την οποία θεωρήθηκε άξιος ο Ιωσήφ από τον ίδιο το Φαραώ μετά την εξήγηση του ονείρου του σχετικά με την επταετή ευθηνία (= αφθονία) της χώρας και τον επταετή λιμό. Λέει η Γραφή· «Εἶπεν δέ Φαραώ τῷ Ἰωσήφ Ἐπειδή ἔδειξεν ὁ Θεός σοι πάντα ταῦτα, οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος φρονιμώτερος καί συνετώτερός σου· σύ ἔσῃ ἐπὶ τῷ οἴκῳ μου, καί ἐπὶ τῷ στόματί σου ὑπακούσεται πᾶς ὁ λαός μου· πλήν τόν θρόνον ὑπερέξω σου ἐγώ. εἶπεν δέ Φαραώ τῷ Ἰωσήφ Ἰδού καθίστημί σε σήμερον ἐπὶ πάσης γῆς Αἰγύπτου. καί περιελόμενος Φαραώ τόν δακτύλιον ἀπό τῆς χειρός αὐτοῦ περιέθηκεν αὐτόν ἐπὶ τήν χεῖρα Ἰωσήφ καί ἐνέδυσεν αὐτόν στολήν βυσσίνην καί περιέθηκεν κλοιόν χρυσοῦν περί τόν τράχηλον αὐτοῦ· καί ἀνεβίβασεν αὐτόν ἐπὶ τό ἅρμα τό δεύτερον τῶν αὐτοῦ, καί ἐκήρυξεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ κῆρυξ· καί κατέστησεν αὐτόν ἐφ᾿ ὅλης γῆς Αἰγύπτου» (Γεν. 41, 39- 43).

Ο Δανιήλ δοξάστηκε στη Βαβυλώνα για τή σοφία του και τή σύνεσή του και τιμήθηκε με χρυσό μανιάκη από το βασιλιά της χώρας

23. «Διά δακτυλιδίου ἐδοξάσθη Δανιήλ ἐν χώρᾳ Βαβυλῶνος». Ο Δανιήλ, ένας από τους εκλεκτούς νέους της Ιουδαίας που οδήγησε αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα ο Ναβουχοδονόσορ, τιμήθηκε και δοξάστηκε υπερβολικά και κατ᾿ επανάληψη κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας για τη σοφία του και τη σύνεσή του. Έτσι βλέπουμε να αναφέρονται τα εξής στην Αγία Γραφή·

α) «Τότε ὁ βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ Δανιήλ μεγαλύνας καί δούς δωρεάς μεγάλας καί πολλάς κατέστησεν ἐπὶ τῶν πραγμάτων τῆς Βαβυλωνίας καί ἀπέδειξεν αὐτόν ἄρχοντα καί ἡγούμενον πάντων τῶν σοφιστῶν Βαβυλωνίας» (Δανιήλ 2, 48). β) «Τότε Βαλτάσαρ ὁ βασιλεύς ἐνέδυσε τόν Δανιήλ πορφύραν καί μανιάκην χρυσοῦν περιέθηκεν αὐτῷ καί ἔδωκεν ἐξουσίαν αὐτῷ τοῦ τρίτου μέρους τῆς βασιλείας αὐτοῦ» (Δανιήλ 5, 29). Σημειώνουμε εδώ ότι ο μανιάκης είναι χρυσό κόσμημα, περιδέραιο, ψέλιο, βραχιόλι, κρίκος, δακτύλιος. Επομένως η φράση της ευχής στο χωρίο τούτο της Π.Δ. πρέπει να αναφέρεται. γ) «Καί κατέστησε (Δαρεῖος ὁ βασιλεύς) σατράπας ἑκατόν εἴκοσι ἑπτά ἐπὶ πάσης τῆς βασιλείας αὐτοῦ καί ἐπ᾿ αὐτῶν ἄνδρας τρεῖς ἡγουμένους αὐτῶν, καί Δανιήλ εἷς ἦν τῶν τριῶν ἀνδρῶν ὑπέρ πάντας ἔχων ἐξουσίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ. καί Δανιήλ ἦν ἐνδεδυμένος πορφύραν καί μέγας καί ἔνδοξος ἔναντι Δαρείου τοῦ βασιλέως, καθότι ἦν ἔνδοξος καί ἐπιστήμων καί συνετός, καί πνεῦμα ἅγιον ἐν αὐτῷ» (Δανιήλ 6, 2-4).

Ενα δαχτυλίδι αποκάλυψε την αλήθεια της Θάμαρ και τη δικαίωσε

24. «Διά δακτυλιδίου ἐφανερώθη ἡ ἀλήθεια τῆς Θάμαρ». Την περιπετειώδη ιστορία της Θάμαρ αναφέρει η Γραφή (Γεν. 38). Η Θάμαρ μνημονεύεται και στη «Βίβλο γεννέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ» ως εξής· «Ἰούδας δέ ἐγέννησε τόν Φαρές καί τόν Ζαρά ἐκ τῆς Θάμαρ» (Ματθ. α´, 3). Ο Ιούδας, ένας από τα παιδιά του Ιακώβ, γέννησε τα δύο αυτά παιδιά από τη Θάμαρ που δεν ήταν γυναίκα του αλλά νύφη των παιδιών του Ήρ και Αυνάν. Τώρα πώς συνέβη αυτό και πώς «διά δακτυλιδίου ἐφανερώθη ἡ ἀλήθεια τῆς Θάμαρ» και κάτω από ποιές συνθήκες το δαχτυλίδι του Ιούδα βρέθηκε στα χέρια της Θάμαρ ως «ἀρραβών», ως προκαταβολή δηλαδή και ενέχυρο για την εκπλήρωση κάποιας άλλης υπόσχεσης του Ιούδα, και πώς τελικά αναγκάστηκε ο πεθερός Ιούδας να ομολογήσει για τη νύφη του «δεδικαίωται Θάμαρ ἤ ἐγώ» είναι μια ολόκληρη ιστορία που ο αναγνώστης μπορεί να τη βρει στην Π.Δ. (Γεν. 38).

Το δαχτυλίδι του ασώτου σύμβολο της απελευθέρωσής του από την κυριαρχία της αμαρτίας

25. Λουκά ιε´, 22-23. Το μεγάλο και χαρμόσυνο γεγονός της επιστροφής του ασώτου επισφραγίζεται, εκτός των άλλων, με το δαχτυλίδι που δίνει εντολή ο ουράνιος πατέρας να του δώσουν να το φοράει, όπως ακριβώς φορούν οι κύριοι και οι ελεύθεροι, ελεύθερος καθώς είναι πια και ο ίδιος και όχι σκλάβος των αμαρτωλών του έξεων και κύριος πλέον του εαυτού του.

Η διάβαση της Ερυθράς θάλασσας από τους Εβραίους «ἀβρόχοις ποσίν» ήταν έργο θαυμαστό της δυνάμεως του Θεού

26. «Αὕτη ἡ δεξιά σου, Κύριε, τόν Μωϋσῆν ἐστρατοπέδευσεν ἐν Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ». Η στρατοπέδευση των Εβραίων κοντά στην Ερυθρά θάλασσα με τη σοφή καθοδήγηση του Μωϋσή είναι δείγμα της εύνοιας και της προστασίας του Θεού προς αυτούς και η διάβασή της έργο θαυμαστό της δυνάμεώς του.

«Οἱ υἱοί Ἰσραήλ ἐξεπορεύοντο ἐν χειρί ὑψηλῇ» από την Αίγυπτο (Ἔξοδ. 14, 8) και όταν είδαν τους Αιγυπτίους να τους καταδιώκουν ως τη θάλασσα «ἐξέτεινεν Μωϋσῆς τήν χεῖρα ἐπὶ τήν θάλασσαν», κατά θεία προσταγή, «καί ὑπήγαγεν Κύριος τήν θάλασσαν ἐν ἀνέμῳ νότῳ βιαίῳ ὅλην τήν νύκτα καί ἐποίησεν τήν θάλασσαν ξηράν, καί ἐσχίσθη τό ὕδωρ» (Ἔξοδ. 14, 21). Έτσι «ἀβρόχοις ποσίν» πέρασαν οι υιοί Ισραήλ στην απέναντι όχθη. Τότε, πάλι κατά θεία προσταγή, «ἐξέτεινεν Μωϋσῆς τήν χεῖρα ἐπὶ τήν θάλασσαν, καί ἀπεκατέστη τό ὕδωρ πρός ἡμέραν ἐπὶ χώρας· οἱ δέ Αἰγύπτιοι ἔφυγον ὑπό τό ὕδωρ, καί ἐξετίναξεν Κύριος τούς Αἰγυπτίους μέσον τῆς θαλάσσης. καί ἐπαναστραφέν τό ὕδωρ ἐκάλυψεν τά ἅρματα καί τούς ἀναβάτας καί πᾶσαν τήν δύναμιν Φαραώ τούς εἰσπορευομένους ὀπίσω αὐτῶν εἰς τήν θάλασσαν, καί οὐ κατελείφθη ἐξ αὐτῶν οὐδέ εἷς» (Ἔξοδ. 14, 27- 28). Έντρομος τότε ο Ισραήλ «εἶδε τήν χεῖρα τήν μεγάλην», «ἐφοβήθη ὁ λαός τόν Κύριον καί ἐπίστευσαν τῷ Θεῷ» (Ἔξοδ. 14, 31). Γι᾿ αυτό και περιχαρείς «οἱ υἱοί Ἰσραήλ» έψαλαν τότε·

«Ἡ δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται ἐν ἰσχύι· ἡ δεξιά σου χείρ, Κύριε, ἔθραυσεν ἐχθρούς. ἐξέτεινας τήν δεξιάν σου, κατέπιεν αὐτούς γῆ» (Έξοδ. 15, 6 και 12).

Η έξοδος του ισραηλιτικού λαού από την Αίγυπτο και η διάβαση της Ερυθράς θάλασσας, έργο θαυμαστό της αγάπης και της δυνάμεως του Θεού, επαναλαμβάνεται συχνά – πυκνά στα διάφορα Βιβλία της Π.Δ. [π.χ. Ψαλμ. 135, στιχ. 11-14 «(Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ… τῷ) ἐξαγαγόντι τόν Ἰσραήλ ἐκ μέσου αὐτῶν (τῶν Αἰγυπτίων δηλ.)… ἐν χειρί κραταιᾷ καί ἐν βραχίονι ὑψηλῷ… τῷ καταδιελόντι τήν Ἐρυθράν θάλασσαν εἰς διαιρέσεις… καί διαγαγόντι τόν Ἰσραήλ διά μέσου αὐτῆς» κ.ἄ.], αλλά και στην υμνογραφία της Εκκλησίας, όπου, εκτός των άλλων αναφορών, αποτελεί σταθερό σχεδόν θέμα του Ειρμού της α´ ωδής του Κανόνα του Όρθρου (π.χ. «Ἔσωσε λαόν θαυματουργῶν δεσπότης – ὑγρόν θαλάσσης κῦμα χερσώσας πάλαι» της εορτής των Χριστουγέννων, «Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα καί διά ξηρᾶς οἰκείους ἕλκει ἐν αὐτῷ κατακαλύψας ἀντιπάλους» της εορτής των Φώτων κ.α.π.). Αυτός, λοιπόν, ο Θεός που από αγάπη και με θαυματουργικό τρόπο «καθωδήγησε» τότε «τόν Ἰσραηλίτην λαόν» «πεζεῦσαι δι᾿ αὐτῆς», να περάσει δηλαδή πεζοπορώντας την Ἐρυθρά, και στη συνέχεια «ἔκρυψε» «κύματι θαλάσσης… διώκτην τύραννον», καταπόντισε δηλαδή στην κυματισμένη θάλασσα τους Αιγυπτίους (βλ. αντίστοιχα τους Ειρμούς της α´ ωδής του Κανόνα του Όρθρου της Μ. Δευτέρας και τού Μ. Σαββάτου), είναι σε θέση να προστατεύσει και να ευλογήσει και το δεσμό των μελλονύμφων. Γι᾿ αυτό και τον επικαλείται ο Λειτουργός στο σημείο τούτο της Ευχής (πρβλ. και σχόλ. αριθ. 28).

Το απειρο μεγαλείο του Θεού

27. «Διά γάρ τοῦ λόγου σου τοῦ ἀληθινοῦ οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν καί ἡ γῆ ἐθεμελιώθη». Τα λόγια τούτα της Ευχής μας θυμίζουν τα αντίστοιχα λόγια του ιερού ψαλμωδού «τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοί ἐστερεώθησαν» (Ψαλμ. 32), καθώς και το σχετικό υπέροχο ύμνο προς τα άπειρο μεγαλείο του Θεού «κατ᾿ ἀρχάς σύ, Κύριε, τήν γῆν ἐθεμελίωσας, καί ἔργα τῶν χειρῶν σου εἰσίν οἱ οὐρανοί· αὐτοί ἀπολοῦνται, σύ δέ διαμένεις, καί πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καί ὡσεί περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καί ἀλλαγήσονται· σύ δέ ὁ αὐτός εἶ, καί τά ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν» (Ψαλμ. 101, στίχ. 26-28). Ο απαράμιλλος αυτός ύμνος, τον οποίο επαναλαμβάνει ο απόστολος Παύλος, αιώνες αργότερα, στην Πρός Εβραίους επιστολή (α´, 10-12) είναι ασύγκριτος σε πλοκή και βάθος νοημάτων και συλλογισμών.

Ο Θεος σ᾿ αυτόν παρουσιάζεται ως Δημιουργός και Κυβερνήτης του σύμπαντος, του ορατού και του αόρατου κόσμου, Θεός αιώνιος, αναλλοίωτος και αμετάβλητος όμως σε σχέση προς το σύμπαν, το οποίο, όπως και η επιστήμη υποστηρίζει, με το πέρασμα του χρόνου θα αλλάξει και θα καταστραφεί. Γι᾿ αυτό και ευλόγως θεωρείται το περιεχόμενο και το μήνυμά του ως μια πλήρης, τέλεια και πειστική πρόταση, που αναφέρεται στην κοσμολογική απόδειξη της υπάρξεως του απειροτέλειου Θεού και που μπορεί να πείσει κάθε αντικειμενικό και ειλικρινή αναζητητή της αλήθειας (βλ. Δημ. Κ. Κωτσάκη, Τό Μεγάλο Πρόβλημα Θεός καί Κόσμος, Ἀθῆναι 1982, σελ. 144-145). Πρβλ. και παραπάνω σχολ. αριθ. 14.

Η θεία ευλογία των νεονύμφων εκφράζεται ως απόλυτη βεβαιότητα

28. «Καί ἡ δεξιά τῶν δούλων σου εὐλογηθήσεται τῷ λόγῳ σου τῷ κραταιῷ καί τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ». Η άκρα βεβαιότητα και η απόλυτη πεποίθηση στη θεία ευλογία των μνηστευομένων που διατυπώνονται στο σημείο τούτο της Ευχής παρουσιάζονται ως αποτέλεσμα και επακόλουθο των όσων ειπώθηκαν προηγουμένως. Ο ποιητής του ουρανού και της γης, ο Θεος του ελέους και των οικτιρμών θα ευλογήσει τη δεξιά τους «εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν». Βλ. και παραπάνω σχολ. αριθ. 14, 26 και 27.

Τι είναι η Εκτενής

29. Εκτενής. Στη λειτουργική γλώσσα Εκτενής (συνήθως κατά παράλειψη του ουσιαστικού ικεσία ή δέηση) είναι η μακρότατη, η εκτεταμένη δέηση, αυτή δηλαδή που έχει μεγάλη διάρκεια, επειδή περιέχει πολλές παρακλητικές ευχές – αιτήματα. Οι παρακλήσεις αυτές διαδέχονται σωρηδόν η μια τήν άλλη και αναφέρονται στις ποικίλες υλικές και πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου. Ειδικά στη θεία Λειτουργία λέγεται και μεγάλη ικετήριος. Πρβλ. την Εκτενή της Ακολουθίας του στεφανώματος, η οποία ακολουθεί αμέσως μετά το ανάγνωσμα του ιερού Ευαγγελίου, αρχίζει με τό «Εἴπωμεν πάντες ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς…», αλλά περιλαμβάνει τέσσερις μόνο συνολικά δεήσεις.

Τι είναι η Απόλυση

30. Απόλυση. Στη λειτουργική γλώσσα η Απόλυση είναι μια μικρή Ακολουθία που επισυνάπτεται στο τέλος όλων γενικά των τελετών της Εκκλησίας. Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη λήξη των τελετών και απολύει τους πιστούς. Ως προς το περιεχόμενο ποικίλλει ανάλογα προς τις διάφορες τελετές και τελειώνει συνήθως με την ευχή· «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς». Βλ. την Απόλυση στην Ακολουθία του στεφανώματος, η οποία αρχίζει με το «Δόξα σοι, ὁ Θεός, ἡ ἐλπίς ἡμῶν, δόξα σοι» και τελειώνει με το «Δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων…».

Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Μεγαλύνθητι, Νυμφίε… Ἡ ἱερολογία τοῦ θρησκευτικοῦ ὀρθοδόξου Γάμου»
του Θωμᾶ Ν. Ζήση, Φιλολόγου – Γυμνασιάρχου