Το μυστήριο της «κραταιάς αγάπης» γλιστράει από τα χέρια μας!

Το μυστήριο της «κραταιάς αγάπης» γλιστράει από τα χέρια μαςΚάποτε, ο άνθρωπος κοίταζε τον κόσµο γύρω του κι έβλεπε παντού µυστήρια. Το ταξίδι του ήλιου στον ουρανό ήταν ένα µυστήριο. Το “κρυφτό” που παίζει η σελήνη µε τη γη ήταν µυστήριο. Η τροµαχτική δύναµη της καταιγίδας κι η αναπάντεχη φωτιά του κεραυνού ήταν ένα µυστήριο. Το άπειρο του νυχτερινού ουρανού µε τα αµέτρητα αστέρια ήταν ένα µυστήριο. Η άβυσσος της ψυχής του ανθρώπου ήταν ένα µυστήριο.

Όµως, επειδή το ανθρώπινο είδος «φύσει τοῦ εἰδέναι ὀρέγεται», βάλθηκε να ψάξει και να αποµυθοποιήσει όλα τα µυστήρια του κόσµου του. Έτσι, ο ήλιος έπαψε να είναι ο αρµατηλάτης που οδηγεί τα φλόγινα άλογά του στον ουρανό και έγινε µία µπάλλα φωτιάς στο κέντρο του ηλιακού µας συστήµατος. Η σελήνη έχασε τη µαγεία της, πατήθηκε, κατακτήθηκε κι αποδείχτηκε ένας άχαρος βράχος που γυρίζει γύρω απ’ τη γη. Η καταιγίδα κι ο κεραυνός προβλέπονται και ελέγχονται και έπαψαν να τροµάζουν πια τον άνθρωπο, ο δε νυχτερινός ουρανός –παρ’ όλο που εξακολουθεί να είναι άπειρος– παρακολουθείται από τεράστια τηλεσκόπια που ψάχνουν τα βάθη του και δορυφόρους που στέλνουν φωτογραφίες στη γη και «µιλούν» για γαλαξίες, νεφελώµατα, ηλιακά συστήµατα, µαύρες τρύπες και πάει λέγοντας… Ο άνθρωπος του εικοστού αιώνα δεν έχει χώρο για µυστήρια στη ζωή του. Όλα τα θεωρεί εξηγηµένα –κι όσα δεν είναι θα εξηγηθούν στο άµεσο µέλλον– κι όλα θεωρεί ότι τα ελέγχει.

Ωστόσο, υπάρχουν ακόµα δύο µυστήρια που εξακολουθούν να παραµέ­νουν terra incognita για την ανθρωπότητα, παρά τις επίµονες προσπάθειες που γίνονται για την κατανόησή τους: το µυστήριο του έρωτα και το µυστήριο του θανάτου. Δύο µυστήρια που είναι σχεδόν όµοια για την καταλυτική σηµασία που έχουν στην ανθρώπινη ζωη. Κι αυτό δεν το επισηµαίνει κανείς άλλος, παρά ο ίδιος ο Θεός, στο πρώτο ερωτικό ποίηµα που γράφτηκε προτού ο άνθρωπος ξεκινήσει όλη τη ροµαντική ερωτική φιλολογία, έτσι όπως εξελίχθηκε από τον Μεσαίωνα και µετά: «θές µέ ὡς σφραγίδα ἐπί τήν καρδίαν σου, ὡς σφραγίδα ἐπί τόν βραχίονά σου· ὅτι κραταιά ὡς θάνατος ἀγάπη…»

Με τον ίδιο ποιητικό λόγο που κυριαρχεί σ’ όλη τη Δηµιουργία, ο Θεός µας επισηµαίνει ότι το µυστήριο της αγάπης σφραγίζει την καρδιά και τον βραχίονα του ανθρώπου, δηλαδή, ολοκληρώνει τον συναισθηµατικό του κόσµο και γίνεται η κινητήρια δύναµη όλων των έργων του. Κι αυτή η πραγµατικότητα δεν καταλύεται ούτε από τον θάνατο. Αυτό το µυστήριο της «κραταιάς αγάπης» διαλέγει δυο όντα προτού καν υπάρξουν, προτού καν ξεκινήσει ο χρόνος γι’ αυτούς και τους ενώνει µέσα στον χρόνο και, νικώντας τον θάνατο, τους κρατάει σφραγισµένους τον έναν µε την καρδιά και τη δύναµη και τη ζωη του άλλου για όλη την άχρονη αιωνιότητα, αποδει­κνύοντας σαν σε µία µαθηµατική εξίσωση ότι ο χρόνος θα καταργηθεί και θάνατος δεν υπάρχει.

Όµως, όπως όλα τα µυστήρια, έτσι και το µυστήριο της «κρα­ταιάς αγάπης» που νικάει τον θάνατο, δεν µπορεί να γίνει κτήµα πολλών. Η γνώση των µυστηρίων –πού βρίσκει την τελείωση στη σιωπή γιατί δεν µπορεί να κλειστεί µέσα σε λέξεις– κερδίζεται µετά από πολύ κόπο. Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα δεν είναι διατεθειµένος να κάνει κόπο για κάτι άλλο πέρα από τον εαυτό του, τις φιλοδοξίες του και την αυτολατρεία του. Έχει συνηθίσει να βρίσκει τη γνώση στα επιστηµονικά εργαστήρια, στα µικροσκόπια και τα πειράµατα, αλλά τα µυστήρια δεν µαθαίνονται έτσι.

Επί πλέον, το µυστήριο της «κραταιάς αγάπης» θέλει δύο για να τελειωθεί, αλλά ο άνθρωπος του 21ου αιώνα γεννιέται µε τον εαυτό του, ζει µε τον εαυτό του και πεθαίνει µε τον εαυτό του, στερώντας έτσι από τον εαυτό του τις προϋποθέσεις για να το γνωρίσει.

Το αστείο είναι ότι στις µέρες µας, περισσότερο από ποτέ, γί­νε­ται λόγος και χύνεται άφθονο µελάνι αναλύοντας τον έρωτα, από τη χηµεία του εγκεφάλου που υποτίθεται ότι έλκει τα δύο φύλα, µέχρι τις λεπτοµερείς ψυχαναλύσεις που υποτίθεται ότι θα λύσουν τα προβλήµατα των σχέσεών τους. Και πιστέψαµε, έτσι, ότι θα διορθώσουµε όλα τα λάθη και θα µετατρέψουµε τις αποτυχίες σε επιτυχίες.

Διαπιστώσαµε ότι από τις πρώτες οργανωµένες κοινωνίες, ο γάµος και η οικογένεια και η ανατροφή των παιδιών ήταν η προεπιλεγµένη κοινή καριέρα όλων των γυναικών, κι αυτό δεν µας άρεσε. Και το αλλάξαµε. Αλλά δεν µας αρέσει ούτε και τώρα που το αλλάξαµε, γιατί οι γυναίκες αισθάνονται εξουθενωµένες που έχουν και την καρι­έρα τους εκτός σπιτιού και τις ευθύνες του σπιτιού επί πλέον.

Δεν µας άρεσε που, παλιά, οι άνθρωποι παντρεύονταν από υπο­χρέωση κι όχι από έρωτα και η προίκα έδινε τη χροιά της αγορα­πωλησίας στην ένωση δύο ανθρώπων. Και το αλλάξαµε. Και τώρα, αντί για συµβόλαιο προίκας, το «τρελλά ερωτευµένο» ζευγάρι υπογράφει προγαµιαία συµβόλαια για να εξασφαλιστεί ο πλουσιώτερος από τους δύο από τις απαιτήσεις του άλλου, όταν θα έρθει η ώρα του διαζυγίου.

Δεν µας άρεσε που παλιά είχαν έναν µόνο σύντροφο και µ’ αυτόν περνούσαν όλη τη ζωή τους. Και τώρα, άντρες και γυναίκες αλλάζουν συντρόφους σαν να είναι µπλουζάκια και καταλήγουν σε έναν και ζουν µαζί για να τον «δοκιµάσουν» µέχρι να παντρευτούν και, σε πολλές περιπτώσεις κάνουν και παιδιά, τα οποία γίνονται παρανυφάκια στον γάµο των γονιών τους. Καµµιά «δοκιµή» όµως δεν εµποδίζει το διαζύγιο, το οποίο συνήθως έρχεται σε πολύ σύντοµο χρονικό διάστηµα.

Χρόνο µε τον χρόνο, οι «διορθωτικές κινήσεις» που υποτίθεται ότι θα βελτιώσουν τις σχέσεις των δύο φύλων, οδηγούν ολοένα και περισσότερο στην αντίθετη όχθη. Οι τελευταίες «οδηγίες» για τις σχέσεις των παντρεµένων ζευγαριών, είναι αυτές που γράφονται στο πολυδιαφηµισµένο βιβλίο ενός –πολύ γνωστού στην Αγγλία– δηλωµένου άθεου συγγραφέα, του Alainde Botton. Το βιβλίο How To Think More About Sex, κυκλοφορήθηκε τον Απρίλιο 2012 και υπόσχεται να λύσει τα προβλήµατα που δηµιουργούνται σ’ έναν γάµο από τις κοινωνικές απαγορεύσεις που θεσπίστηκαν εξ αιτίας της επιρροής της θρησκείας στη διαµόρφωση των κοινωνικών κα­νόνων. Προ­τείνει, λοιπόν, ο συγγραφέας, να αρθούν όλες αυτές οι απαγορεύσεις και να θεσπιστούν οι ακριβώς αντίθετοι κανόνες. Έτσι, η µοιχεία, αντί να θεωρείται αιτία διαλύσεως ενός γάµου, πρέπει να θεωρείται σαν κάτι πολύ καλό, κάτι που «δένει» περισσότερο το ζευγάρι και ενισχύει τη σχέση του.

Η γνώµη αυτού του συγγραφέα έχει µεγάλη βαρύτητα στη διαµόρφωση των νέων ηθών, αφού θεωρείται ειδικός στο θέµα και ταξιδεύει σε όλη την Αγγλία και τη Σκωτία, δίνοντας διαλέξεις, θέλοντας να πείσει τους οπαδούς του ότι «το να πιστεύεις σε έναν οποιονδήποτε θεο δεν είναι απλά κάτι παρωχηµένο, αλλά κάτι γελοίο»! Γι’ αυτό –είχε αναφέρει σε µία διάλεξη– η θρησκευτικότητα «απαντάται πια σε κάτι απολιθώµατα της Οξφόρδης»!

Μ’ αυτές τις προοπτικές, φυσικά, θα πρέπει να είναι τρελός κανείς για να παντρευτεί στον 21ο αιώνα. Ιδίως τώρα που οι γυναίκες συνειδητοποιούν ολοένα και περισσότερο ότι δεν χρειάζονται τους άντρες ούτε καν για να κάνουν παιδιά, οι µονογονεϊκές οικογένειες κοντεύουν να ξεπεράσουν σε αριθµό τις κανονικές οικογένειες. Κι αφού οι µόνοι που έχουν κολλήσει µε πείσµα να υπερασπίζονται τον γάµο και να τον ζητούν επίµονα, είναι οι οµοφυλόφιλοι, σε λίγο, η πλησιέστερη µορφή «παραδοσιακής» οικογένειας, θα είναι αυτή που θα έχει δυο µπαµπάδες ή δυό µαµάδες και τα παιδιά!

Από όλη την ιστορία του γάµου, έχουν µείνει µόνο τα µικρά και µεγάλα «κορίτσια» που εξακολουθούν να φαντασιώνονται τον εαυτό τους µέσα σ’ ένα λευκό νυφικό, ότι γίνονται το αντικείµενο θαυµασµού και φθόνου των φίλων και γνωστών!…

Έτσι διαµορφώνει ο άνθρωπος του 21ου αιώνα τα νέα ήθη του, έτσι «αποµυθοποιεί» τα µυστήρια µε ψυχρή επιστηµονική “αντι­κει­µενικότητα”, έτσι αποβάλλει τα “γελοία” περί Θεού παραµύθια, έτσι χτίζει τον κόσµο του από την αρχή –υποτίθεται… Και έτσι προχωρεί ακάθεκτος προς την παρακµή και το τέλος του.

Ωστόσο, το µυστήριο της «κραταιάς αγάπης» γλιστράει ανάµεσα στα δάχτυλά µας σαν το νερό που τρέχει στο ρυάκι κι είναι αδύνατο να το κρατήσεις στα χέρια σου. Και, τώρα πια, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα –ίσως απελπισµένος από την αποτυχία του– έπαψε και να το επιθυµεί και να το βλέπει. Όπως δεν βλέπει και όλα τα µικρά και µεγάλα µυστήρια που, όσο κι αν τα αποµυθοποιείς, αυτά επιµένουν να µην αποµυθοποιούνται. Όπως, για παράδειγµα, το χιόνι. Μάθαµε ποιά βαροµετρικά προκαλούν το χιόνι, αλλά δεν µάθαµε τι είναι αυτό που κάνει την κάθε µία από τα δισεκατοµµύρια χιονονιφάδες που έπεσαν, πέφτουν και θα πέσουν µέχρι τη συντέλεια του κόσµου, µοναδική, ανεπανάληπτη και διαφορετική από όλες τις άλλες.

Αν κάτι τόσο απλό κρύβει ένα τέτοιο ανερµήνευτο βάθος οµορφιάς, πολύ µεγαλύτερο βάθος και µεγαλύτερη οµορφιά κρύβεται µέσα στο µυστήριο της «κραταιάς αγάπης», που δίνει στον άνθρωπο την ισορροπία και τη δύναµη στη ζωή για να στέκεται ισοδύναµα άφοβος µπροστά στο φοβερό µυστήριο του θανάτου.

Nινέττα Βολουδάκη

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», Φεβρουάριος 2013
Ἀρ. Τεύχους 126